Αϋπνία

Αϋπνία-Διαταραχές του Ύπνου

Αϋπνία 1
Ορισμός της Αϋπνίας


Η Αϋπνία ορίζεται ως η διαταραχή της διαδικασίας του ύπνου, κατά την οποία είναι αισθητή η δυσκολία να κοιμηθεί κανείς ή να παραμείνει στη κατάσταση του ύπνου για όσο χρειάζεται να ξεκουραστεί.

Συχνά μπορεί να θεωρηθεί τόσο ως ένα ιατρικό σημάδι και σύμπτωμα, όσο μπορεί να συνοδεύσει σε πολλές ιατρικές και ψυχιατρικές διαταραχές, που χαρακτηρίζονται από μια επίμονη δυσκολία στο να κοιμηθεί ή / και να παραμείνει κανείς κοιμισμένος, διαταράσσοντας ακόμα και τη ποιότητα του ύπνου.

Η Αϋπνία συνήθως ακολουθείται από λειτουργική ανεπάρκεια καθώς είμαστε ξύπνιοι. Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι ιδιαίτερα συχνή στους ηλικιωμένους.
Επίσης, μπορεί να είναι μικρής διάρκειας (έως 3 εβδομάδες) ή μακράς διάρκειας (πάνω από 3-4 εβδομάδες). Ακόμη μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα μνήμης, κατάθλιψη, ευερεθιστότητα, αυξημένο κίνδυνο καρδιακής νόσου και σε ατυχήματα που σχετίζονται με το αυτοκίνητο.

Όσοι έχουν προβλήματα στον ύπνο ορισμένες φορές παίρνουν υπνωτικά χάπια, τα οποία μπορούν να βοηθήσουν όταν χρησιμοποιούνται περιστασιακά, αλλά μπορεί να οδηγήσουν σε εξάρτηση από την ουσία ή εθισμό, αν χρησιμοποιηθούν τακτικά για ένα εκτεταμένο χρονικό διάστημα.

 

Διαχωρισμός της Αϋπνίας

Η Αϋπνία μπορεί να ομαδοποιηθεί σε Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια, ή Συννοσηρή.

Η Πρωτοβάθμια αϋπνία είναι μια διαταραχή του ύπνου, που δεν μπορεί να αποδοθεί σε μια ιατρική, ψυχιατρική, ή περιβαλλοντική αιτία.
Περιγράφεται σαν μια παρατεταμένη λανθάνουσα έναρξη του ύπνου, καθυστέρηση έναρξης του ύπνου, διαταραχή της διατήρησης του ύπνου, ή σαν μια εμπειρία μη αναζωογονητικού ύπνου.

Μια πλήρης διάγνωση θα διαφοροποιούσε την αυτοτελή πρωτοπαθή αϋπνία, από την αϋπνία ως δευτεροπαθή σε μια άλλη κατάσταση, και από τη πρωτοπαθή αϋπνία συνυπάρχουσα με μία ή περισσότερες καταστάσεις.

 

Ταξινόμηση της Αϋπνίας

5 Κριτήρια για την Αϋπνία

Το κυρίαρχο παράπονο εκδήλωσης της δυσαρέσκειας για τη ποσότητα ή τη ποιότητα του ύπνου, συνδέεται με ένα (ή περισσότερα) από τα ακόλουθα συμπτώματα:

* Δυσκολία στην έναρξη του ύπνου.
(Στα παιδιά, αυτό μπορεί να εκδηλωθεί ως δυσκολία στην έναρξη του ύπνου, χωρίς τη παρέμβαση κάποιου φροντιστή).

* Δυσκολία στη διατήρηση του ύπνου, που χαρακτηρίζεται από συχνές αφυπνίσεις ή προβλήματα επιστροφής στον ύπνο μετά το ξύπνημα.
(Στα παιδιά, αυτό μπορεί να εκδηλωθεί ως δυσκολία της επιστροφής στον ύπνο χωρίς τη παρέμβαση φροντιστή).

* Ξύπνημα νωρίς το πρωί έχοντας αδυναμία επιστροφής στον ύπνο.
Επιπροσθέτως,

* Η διαταραχή του ύπνου προκαλεί κλινικά σημαντική δυσφορία ή καταστροφή της κοινωνικής, επαγγελματικής, εκπαιδευτικής, ακαδημαϊκής συμπεριφοράς, ή άλλους σημαντικούς τομείς της λειτουργικότητας του οργανισμού μας.

* Η δυσκολία στον ύπνο συμβαίνει τουλάχιστον 3 νύχτες την εβδομάδα.

* Η δυσκολία στον ύπνο είναι παρούσα για τουλάχιστον 3 μήνες.

* Η δυσκολία του ύπνου εμφανίζεται παρά την κατάλληλη ευκαιρία για ύπνο.

* Η Αϋπνία δεν λαμβάνει μέρος αποκλειστικά κατά τη διάρκεια μιας άλλης διαταραχής του ύπνου-εγρήγορσης (όπως για παράδειγμα η ναρκοληψία, που είναι μια διαταραχή της αναπνοής και σχετίζεται με τον ύπνο, μια διαταραχή του κιρκαδιανού ρυθμού ύπνου-εγρήγορσης).

* Η Αϋπνία δεν οφείλεται στις φυσιολογικές επιπτώσεις μιας ουσίας (π.χ., λόγω της κατάχρησης ενός φαρμάκου ή μιας θεραπευτικής αγωγής).

* Όταν συνυπάρχουν ψυχικές διαταραχές και παθολογικές καταστάσεις δεν μπορεί να εξηγηθεί επαρκώς το κυρίαρχο αίτιο της αϋπνίας.

Σημείωση: Τα 5 Διαγνωστικά κριτήρια για την Αϋπνία (DSM-5 criteria) προορίζονται για χρήση από το ευρύ φάσμα των Ιατρών ψυχικής υγείας και των Κλινικών Ιατρών (εκείνους που φροντίζουν τους ενήλικες, τους ηλικιωμένους και τους παιδιατρικούς ασθενείς).

 

Διαχωρισμός της Αϋπνίας


Η Αϋπνία μπορεί να χαρακτηριστεί ως Παροδική, Οξεία ή Χρόνια.

* Παροδική Αϋπνία
Η Παροδική Αϋπνία διαρκεί λιγότερο από μια εβδομάδα.
Μπορεί να προκληθεί από κάποια άλλη διαταραχή, από τις αλλαγές στο περιβάλλον του ύπνου, κατά τη χρονική στιγμή του ύπνου, λόγω σοβαρής κατάθλιψης, ή από το στρες.

Οι συνέπειές της – υπνηλία και μειωμένη ψυχοκινητική απόδοση – είναι παρόμοιες με εκείνες της στέρησης ύπνου.

* Οξεία Αϋπνία

Οξεία Αϋπνία χαρακτηρίζεται ως η ανικανότητα του συνεχούς καλού ύπνου για μια περίοδο μικρότερη από ένα μήνα.

Ο τύπος αυτός της αϋπνίας είναι παρόν όταν υπάρχει δυσκολία στην έναρξη ή διατήρηση του ύπνου ή όταν ο ύπνος που λαμβάνει μέρος είναι μη-αναζωογονητικός ή κακής ποιότητας.

Τα προβλήματα αυτά συμβαίνουν παρά τις επαρκείς ευκαιρίες και συνθήκες για ύπνο και συχνά οδηγούν σε καθημερινά προβλήματα λειτουργικότητας.

* Χρόνια Αϋπνία

Χρόνια χαρακτηρίζεται η Αϋπνία που διαρκεί για περισσότερο από ένα μήνα. Μπορεί να προκληθεί από μια άλλη διαταραχή, ή μπορεί να είναι πρωταρχική διαταραχή.

Οι άνθρωποι που είναι πιο πιθανό από άλλους να έχουν Χρόνια αϋπνία, έχουν καθημερινά υψηλά επίπεδα των ορμονών του στρες ή αλλαγές στα επίπεδα των Κυτοκινών (Ιντερφερόνη, Ιντερλευκίνη και αυξητικοί παράγοντες).

Οι επιδράσεις της Χρόνιας αϋπνίας μπορεί να ποικίλουν ανάλογα με τα αίτια της. Αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τη μυϊκή κόπωση, ψευδαισθήσεις, ή ακόμα και πνευματική κόπωση.

Επίσης, η Χρόνια αϋπνία μπορεί να προκαλέσει διπλή όραση.

 

Μοτίβα της Αϋπνίας

Τα Συμπτώματα της Αϋπνίας

* Δυσκολία στο να αποκοιμηθεί κανείς, συμπεριλαμβανόμενης της δυσκολίας να βρεθεί μια άνετη θέση ύπνου.

* Ξύπνημα κατά τη διάρκεια της νύχτας και αδυναμία επιστροφής στον ύπνο.

* Αίσθηση κούρασης κατά τη διάρκεια της αφύπνισης.

* Ημερήσια υπνηλία, Ευερεθιστότητα και Άγχος.

Μοτίβα της Αϋπνίας

* Έναρξης – ύπνου αϋπνία.

Χαρακτηρίζεται ως η δυσκολία να αποκοιμηθεί κανείς κατά την έναρξη της νύχτας, που συχνά είναι ένα σύμπτωμα διαταραχών του άγχους.

Η καθυστερημένη διαταραχή της φάσης του ύπνου μπορεί να διαγνωσθεί λανθασμένα ως αϋπνία, καθώς η έναρξη του ύπνου καθυστερεί για πολύ αργότερα από το κανονικό, αφού η αφύπνιση συνεχίζεται κατά την διάρκεια της ημέρας.

Είναι κοινό για τους ασθενείς που έχουν δυσκολία να κοιμηθούν, να έχουν επίσης καθημερινές νυκτερινές αφυπνίσεις με δυσκολία επιστροφής στον ύπνο.

Τα δύο τρίτα από αυτούς τους ασθενείς ξυπνούν στη μέση της νύχτας, όπου περισσότεροι από τους μισούς έχουν πρόβλημα επιστροφής στον ύπνο.

* “Αρκετά νωρίς” πρωινή αφύπνιση.

Είναι ο τύπος της αφύπνισης που συμβαίνει αρκετά νωρίτερα από το επιθυμητό (περισσότερο από 30 λεπτά) και είναι υπαρκτή η ανικανότητα να επιστρέψει κανείς στο στάδιο του ύπνου, καθώς επίσης πριν ο συνολικός χρόνος του ύπνου φτάσει τις 6.5 ώρες.
Ο τύπος αυτός της αφύπνισης είναι χαρακτηριστικός της κατάθλιψης.

* Κακή ποιότητα ύπνου.

Η κακή ποιότητα του ύπνου μπορεί να προκύψει για παράδειγμα από χρόνια κόπωση των κάτω άκρων, άπνοια ή μείζων κατάθλιψη.
Προκαλείται συνήθως από το άτομα που δεν φτάνουν στο στάδιο 3 ή στο στάδιο δέλτα (delta) του ύπνου, το οποίο έχει τονωτικές και θεραπευτικές ιδιότητες.
Η Μείζων κατάθλιψη οδηγεί σε μεταβολές στη λειτουργία του άξονα του Υποθαλάμου-Υπόφυσης-Επινεφριδίων, προκαλώντας υπερβολική απελευθέρωση Κορτιζόλης, που μπορεί να οδηγήσει σε κακή ποιότητα του ύπνου.
Η Νυχτερινή Συχνοουρία (υπερβολική νυχτερινή ούρηση) μπορεί να είναι πολύ ενοχλητική για τον ύπνο.

* Υποκειμενική Αϋπνία.

* Η Εσφαλμένη Αντίληψη της Κατάστασης του Ύπνου.

Ορισμένες περιπτώσεις αϋπνίας δεν χαρακτηρίζονται πραγματικές με την παραδοσιακή έννοια.

Οι άνθρωποι που βιώνουν την εσφαλμένη αντίληψη της κατάστασης του ύπνου συχνά κοιμούνται για κανονική διάρκεια, αλλά υπερεκτιμούν σοβαρά το χρόνο που απαιτείται για να αποκοιμηθούν.

Μπορεί να πιστεύουν ότι κοιμήθηκαν μόνο για τέσσερις ώρες, ενώ στη πραγματικότητα κοιμήθηκαν ένα πλήρες οκτάωρο.

 

Αιτίες και Συν-νοσηρότητα

* Δυνητικές Επιπλοκές της Αϋπνίας.
Τα συμπτώματα της αϋπνίας μπορεί να προκληθούν από ή να συνυπάρχουν με:

* Τη χρήση των ψυχοτρόπων φαρμάκων (όπως τα διεγερτικά), συμπεριλαμβανομένων ορισμένων φαρμάκων, βοτάνων, η καφεΐνη, νικοτίνη, κοκαΐνη, αμφεταμίνες, η μεθυλφαινιδάτη, η αριπιπραζόλη, μονταφινίλη, ή η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ.

* Την αποχώρηση από αγχολυτικά φάρμακα όπως οι Βενζοδιαζεπίνες ή παυσίπονα, όπως τα Οπιοειδή.

* Παλαιότερη χειρουργική επέμβαση (θωρακοτομή).

* Καρδιακά Νοσήματα.

* Σκολίωση του ρινικού διαφράγματος και νυκτερινή διαταραχή της αναπνοής.

* Η χρήση των Φθοριοκινολόνων Αντιβιοτικών φαρμάκων σχετίζεται με πιο σοβαρές και χρόνιες μορφές της αϋπνίας.

* Το Σύνδρομο των ανήσυχων ποδιών, που μπορεί να προκαλέσει την έναρξη της αϋπνίας λόγω των ενοχλητικών αισθήσεων και η ανάγκη μετακίνησης των ποδιών ή άλλα μέρη του σώματος για να ανακουφιστούν αυτές οι αισθήσεις.

* Περιοδική διαταραχή της κίνησης των άκρων (PLMD), η οποία εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου και μπορεί να προκαλέσει αφυπνίσεις τις οποίες ο κοιμώμενος αγνοεί.

* Πόνος.

Ένας τραυματισμός ή πάθηση που προκαλεί πόνο, μπορεί να αποκλείσει σε ένα άτομο την εύρεση μιας άνετης θέσης για να κοιμηθεί, και επιπροσθέτως μπορεί να προκαλέσει αφύπνιση.

* Μετατοπίσεις των ορμονών, όπως εκείνες που προπορεύονται της εμμηνόρροιας και εκείνων κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης.

* Τα γεγονότα της ζωής, όπως ο φόβος, το stress, το άγχος, η συναισθηματική ή νοητική ένταση, εργασιακά προβλήματα, η οικονομική πίεση, η γέννηση ενός παιδιού και το πένθος.

* Γαστρεντερολογικά ζητήματα, όπως η καούρα ή η δυσκοιλιότητα.

* Ψυχικές διαταραχές, όπως η διπολική διαταραχή, η κλινική κατάθλιψη, η διαταραχή του γενικευμένου άγχους, η διαταραχή του μετα-τραυματικού stress, η σχιζοφρένεια, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, και η άνοια ή ADHD.

* Διαταραχές του κιρκαδιανού ρυθμού, όπως η εργασία σε βάρδιες και το jet lag, μπορεί να προκαλέσει αδυναμία ύπνου σε ορισμένες ώρες της ημέρας και υπερβολική υπνηλία σε άλλες.

Οι χρόνιες διαταραχές του κιρκαδιανού ρυθμού χαρακτηρίζονται από παρόμοια συμπτώματα.

* Ορισμένες νευρολογικές διαταραχές, βλάβες του εγκεφάλου, ή ένα ιστορικό εγκεφαλικής κάκωσης.

* Ιατρικές καταστάσεις, όπως ο υπερθυρεοειδισμός και η ρευματοειδής αρθρίτιδα.

* Η κατάχρηση των βοηθημάτων του ύπνου (ηρεμιστικά ή καταπραϋντικά φάρμακα) μέσω της υπερσυνταγογράφησης, μπορούν να παράγουν παλίνδρομη αϋπνία.

* Η κακή υγιεινή του ύπνου, όπως ο θόρυβος ή η υπερβολική κατανάλωση καφεΐνης.

* Η σωματική άσκηση.

Η αϋπνία που προκαλείται από άσκηση είναι κοινή σε αθλητές κατά τη μορφή της παρατεταμένης λανθάνουσας έναρξη του ύπνου.

Κάποιες Μελέτες ύπνου, όπου χρησιμοποιήθηκε ο πολύ-υπνογράφος, έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι που έχουν διαταραχή του ύπνου, έχουν αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης και φλοιο-επινεφριδιοτρόπου ορμόνης στην κυκλοφορία του αίματος κατά τη διάρκεια της νύχτας.

Έχουν επίσης έναν υπερυψωμένο μεταβολικό ρυθμό, το οποίο δεν συμβαίνει σε άτομα που δεν έχουν αϋπνία, αλλά σε άτομα των οποίων ο ύπνος διαταράσσεται εκ προθέσεως κατά τη διάρκεια μιας μελέτης ύπνου.

Μελέτες του μεταβολισμού του εγκεφάλου με τη χρήση τομογραφίας εκπομπής ποζιτρονίων (PET) δείχνουν ότι τα άτομα με αϋπνία έχουν υψηλότερα μεταβολικά ποσοστά κατά τη διάρκεια της νύχτας παρά την ημέρα.

Το ερώτημα παραμένει κατά πόσο οι αλλαγές αυτές είναι οι αιτίες ή οι συνέπειες της μακροχρόνιας αϋπνίας.

* Στεροειδείς Ορμόνες και Αϋπνία.

Υπάρχουν μελέτες που έχουν διεξαχθεί για να συσχετίσουν την Αϋπνία με τις Στεροειδείς Ορμόνες.

Οι αλλαγές στα επίπεδα της Κορτιζόλης, της Προγεστερόνης στο γυναικείο κύκλο, ή στα Οιστρογόνα κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης, συσχετίζονται με αυξημένα περιστατικά αϋπνίας.

Τα άτομα με διαφορετικά επίπεδα της Κορτιζόλης συχνά έχουν μακροχρόνια αϋπνία, όπου τα οιστρογόνα είναι τύπος έναρξης-ύπνου αϋπνία που καταλύεται από την εμμηνόπαυση, και η προγεστερόνη είναι τύπος προσωρινής αϋπνίας εντός του μηνιαίου γυναικείου κύκλου.

* Κορτιζόλη.

Συνήθως η Κορτιζόλη θεωρείται πως είναι η στρεσογόνος ορμόνη στον ανθρώπινο οργανισμό, αλλά επίσης είναι ορμόνη της αφύπνισης.

Αναλύοντας δείγματα σάλιου, που έχουν ληφθεί τις πρωινές ώρες, απεδείχθη ότι οι ασθενείς με αϋπνία ξυπνούν με σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα Κορτιζόλης συγκριτικά με μια ομάδα ανθρώπων με φυσιολογικά πατέντα ύπνου.

Περαιτέρω έρευνες αποκάλυψαν ότι οι άνθρωποι με χαμηλότερα επίπεδα Κορτιζόλης κατά την αφύπνιση έχουν παγιωμένη φτωχότερη μνήμη σε αντίθεση με εκείνους που έχουν φυσιολογικά επίπεδα Κορτιζόλης.

* Οιστρογόνα.

Πολλές γυναίκες έχουν αναφέρει αλλαγές στις συνήθειες του ύπνου μετά την είσοδό τους στην εμμηνόπαυση, που αντανακλούν σε συμπτώματα αϋπνίας.

Αυτό θα μπορούσε να συμβεί λόγω των χαμηλότερων επιπέδων των οιστρογόνων.
Τα χαμηλότερα επίπεδα οιστρογόνων μπορούν να προκαλέσουν εξάψεις, αλλαγή στις αντιδράσεις του στρες, ή συνολική μεταβολή στον κύκλο του ύπνου.

Όλα τα παραπάνω μπορούν να συμβάλουν στην αϋπνία.

Η θεραπεία με οιστρογόνα, καθώς και τα συμπληρώματα των οιστρογόνων-προγεστερόνης σε συνδυασμό με τη θεραπεία της ορμονικής υποκατάστασης, μπορούν να βοηθήσουν στη ρύθμιση του κύκλου του ύπνου των εμμηνοπαυσιακών γυναικών.

 

Παράγοντες Κινδύνου

Η Αϋπνία επηρεάζει όλες τις ηλικίες, αλλά οι παρακάτω ομάδες των ανθρώπων έχουν περισσότερες πιθανότητες να την παρουσιάσουν :

* Άτομα άνω των 60 ετών.

* Άνθρωποι που έχουν Ιστορικό Διαταραχών της Ψυχικής Υγείας συμπεριλαμβανομένης της Κατάθλιψης κ.α.

* Άτομα με Συναισθηματικό Stress.

* Άτομα που εργάζονται με βάρδιες αργά το βράδυ.

* Άτομα που ταξιδεύουν συχνά σε χώρες διαφορετικής ζώνης ώρας.

 

Διάγνωση

Στην ιατρική, η αϋπνία μετράται ευρέως χρησιμοποιώντας την κλίμακα της αϋπνίας στην Αθήνα.

Μετράται με οκτώ διαφορετικές παραμέτρους που σχετίζονται με τον ύπνο και τελικά αντιπροσωπεύεται ως συνολική κλίμακα, που εκτιμά το πρότυπο ύπνου ενός ατόμου.

Θα πρέπει να συμβουλευτεί κανείς ειδικευμένο ειδικό ύπνου για τη διάγνωση οποιασδήποτε διαταραχής ύπνου, ώστε να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα.

Το παρελθόν ιατρικό ιστορικό και μια φυσική εξέταση πρέπει να γίνει για να εξαλειφθούν άλλες καταστάσεις, που θα μπορούσαν να είναι η αιτία της αϋπνίας. Αφού αποκλείονται όλες οι άλλες συνθήκες, θα πρέπει να ληφθεί ένα πλήρες ιστορικό ύπνου.

Το ιστορικό του ύπνου πρέπει να περιλαμβάνει τις συνήθειες ύπνου, τα φάρμακα (συνταγογραφούμενα και μη συνταγογραφούμενα), την κατανάλωση οινοπνεύματος, τη λήψη νικοτίνης και καφεΐνης, τις συν-νοσηρές ασθένειες και το περιβάλλον ύπνου.

Ένα ημερολόγιο ύπνου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να παρακολουθείτε τα μοτίβα ύπνου του ατόμου. Το ημερολόγιο θα πρέπει να περιλαμβάνει χρόνο για ύπνο, συνολικό χρόνο ύπνου, αριθμό αφυπνίσεων, χρήση φαρμάκων, χρόνο αφύπνισης και υποκειμενικά συναισθήματα το πρωί.

Οι εργαζόμενοι, που διαμαρτύρονται για την αϋπνία, δεν πρέπει συνήθως να κάνουν πολυ-υπνογραφία για να ελέγχουν τις διαταραχές του ύπνου.

Η δοκιμή αυτή μπορεί να ενδείκνυται για ασθενείς με συμπτώματα εκτός από την αϋπνία, συμπεριλαμβανομένης της άπνοιας κατά τον ύπνο και της παχυσαρκίας.

Συνήθως, η εξέταση δεν είναι απαραίτητη για τη διάγνωση και η αϋπνία ειδικά για τους εργαζόμενους μπορεί συχνά να αντιμετωπιστεί με την αλλαγή ενός χρονοδιαγράμματος εργασίας, για να δοθεί χρόνος για επαρκή ύπνο και βελτίωση της υγιεινής του ύπνου.

Μερικοί ασθενείς μπορεί να χρειαστεί να κάνουν μια μελέτη ύπνου για να προσδιορίσουν εάν υπάρχει αϋπνία.

Η μελέτη του ύπνου θα περιλαμβάνει τα εργαλεία αξιολόγησης ενός πολυ-υπνογραφήματος και τη δοκιμή πολλαπλής καθυστέρησης ύπνου, όπου θα διεξάγεται σε κέντρο ύπνου ή σε καθορισμένο ξενοδοχείο.

Οι ειδικοί στην ιατρική του ύπνου είναι εξειδικευμένοι για τη διάγνωση των πολλών διαφορετικών διαταραχών ύπνου.

Οι ασθενείς με διάφορες διαταραχές, συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου καθυστερημένης φάσης ύπνου, συχνά διαγιγνώσκονται εσφαλμένα με πρωτογενή αϋπνία.

Όταν ένα άτομο έχει πρόβλημα να κοιμηθεί, αλλά έχει κανονικό ύπνο όταν κοιμάται, μια ασθένεια του κιρκαδιανού ρυθμού είναι μια πιθανή αιτία.

Σε πολλές περιπτώσεις, η αϋπνία είναι συν-νοσηρή με μια άλλη ασθένεια, παρενέργειες από φάρμακα ή ένα ψυχολογικό πρόβλημα.

Περίπου το ήμισυ της διαγνωσμένης αϋπνίας σχετίζεται με ψυχιατρικές διαταραχές.

Στην κατάθλιψη σε πολλές περιπτώσεις “η αϋπνία θα πρέπει να θεωρείται ως συν-νοσηρή κατάσταση, και όχι ως δευτερογενής.

 

Θεραπευτική Αντιμετώπιση

Είναι σημαντικό να εντοπιστούν ή να αποκλειστούν ιατρικά και ψυχολογικά αίτια πριν αποφασιστεί η θεραπεία της αϋπνίας.

Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία (CBT) έχει βρεθεί ότι είναι τόσο αποτελεσματική όσο και τα φάρμακα με συνταγή για βραχυπρόθεσμη θεραπεία της χρόνιας αϋπνίας.

Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα ευεργετικά αποτελέσματα της CBT, σε αντίθεση με εκείνα που παράγονται από τα φάρμακα, πέραν του τερματισμού της ενεργού θεραπείας.

Οι φαρμακολογικές θεραπείες έχουν χρησιμοποιηθεί κυρίως για τη μείωση των συμπτωμάτων στην οξεία αϋπνία.

Ο ρόλος τους στη διαχείριση της χρόνιας αϋπνίας παραμένει ασαφής. Αρκετοί διαφορετικοί τύποι φαρμάκων είναι επίσης αποτελεσματικοί για τη θεραπεία της αϋπνίας. Ωστόσο, πολλοί γιατροί δεν συστήνουν να βασίζονται σε συνταγογραφούμενα υπνωτικά χάπια για μακροχρόνια χρήση.

Είναι επίσης σημαντικό να εντοπίσουμε και να θεραπεύσουμε άλλες ιατρικές καταστάσεις που μπορεί να συμβάλλουν στην αϋπνία, όπως η κατάθλιψη, τα προβλήματα αναπνοής και ο χρόνιος πόνος.

 

Μη φαρμακολογική αντιμετώπιση


Οι μη φαρμακολογικές στρατηγικές έχουν συγκρίσιμη αποτελεσματικότητα με την υπνωτική φαρμακευτική αγωγή για την αϋπνία και μπορεί να έχουν πιο μακροχρόνιες επιπτώσεις.

Η υπνωτική φαρμακευτική αγωγή συνιστάται μόνο για βραχυχρόνια χρήση, επειδή μπορεί να αναπτυχθεί εξάρτηση από τα αποτελέσματα της απόσυρσης, από την επανάληψη κατά τη διακοπή ή την ανοχή.

Οι μη φαρμακολογικές στρατηγικές παρέχουν μακροχρόνιες βελτιώσεις στην αϋπνία και συνιστώνται ως πρώτη γραμμή και μακροπρόθεσμη στρατηγική διαχείρισης.

Οι στρατηγικές περιλαμβάνουν την προσοχή στην υγιεινή του ύπνου, τον ερεθισμό, τις συμπεριφορικές παρεμβάσεις, τη θεραπεία περιορισμού ύπνου, την παράδοξη πρόθεση, την εκπαίδευση των ασθενών και τη θεραπεία χαλάρωσης (Αναπνευστική Φυσικοθεραπεία, Κρανιοϊερή Θεραπεία, Θεραπευτική Μάλαξη).

Η μείωση της θερμοκρασίας του αίματος που ρέει στον εγκέφαλο επιβραδύνει τον μεταβολικό ρυθμό του εγκεφάλου, μειώνοντας έτσι την αϋπνία.

Μερικά παραδείγματα είναι η τήρηση ενός περιοδικού, ο περιορισμός της αφύπνισης του χρόνου στο κρεβάτι, η άσκηση τεχνικών χαλάρωσης και η διατήρηση ενός τακτικού χρονοδιαγράμματος ύπνου και ενός χρόνου αφύπνισης.

Η συμπεριφορική θεραπεία μπορεί να βοηθήσει έναν ασθενή στην ανάπτυξη νέων συμπεριφορών ύπνου για τη βελτίωση της ποιότητας του ύπνου και της ενοποίησης.

Επίσης, μπορεί να περιλαμβάνει την εκμάθηση υγιεινών συνηθειών ύπνου για την προώθηση της χαλάρωσης του ύπνου, την υποβολή σε θεραπεία φωτός για να βοηθήσει με τις στρατηγικές μείωσης των ανησυχιών και την τακτοποίηση του βιολογικού ρολογιού.

Η βιοανάδραση με EEG έχει αποδείξει αποτελεσματικότητα στη θεραπεία της αϋπνίας με βελτιώσεις στη διάρκεια και την ποιότητα του ύπνου.

Η υγιεινή του ύπνου είναι ένας κοινός όρος για όλες τις συμπεριφορές που σχετίζονται με την προώθηση του καλού ύπνου. Αυτές οι συμπεριφορές χρησιμοποιούνται ως βάση για παρεμβάσεις στον ύπνο και είναι το επίκεντρο των προγραμμάτων εκπαίδευσης του ύπνου.

Οι συμπεριφορές συμπεριλαμβάνουν την κατανάλωση καφεΐνης, νικοτίνης και αλκοόλ, μεγιστοποιώντας την τακτικότητα και την αποτελεσματικότητα των επεισοδίων ύπνου, ελαχιστοποιώντας τη χρήση φαρμάκων και τη διάρκεια της ημέρας, την προώθηση της τακτικής άσκησης και τη διευκόλυνση ενός θετικού περιβάλλοντος ύπνου.

Η σωματική άσκηση μπορεί να σας βοηθήσει όταν δημιουργείτε μια ρουτίνα για τον ύπνο, αλλά δεν πρέπει να γίνεται κοντά στον χρόνο που προγραμματίζετε για ύπνο.
Η δημιουργία ενός θετικού περιβάλλοντος ύπνου μπορεί επίσης να βοηθήσει στη μείωση των συμπτωμάτων της αϋπνίας.

Για να δημιουργήσετε ένα θετικό περιβάλλον ύπνου, θα πρέπει να αφαιρέσετε αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν ανησυχία ή δυσάρεστες σκέψεις.

Η θεραπεία ελέγχου του ερεθίσματος είναι μια θεραπεία για τους ασθενείς που έχουν προετοιμαστεί για τη σύνδεση του κρεβατιού ή για τον ύπνο γενικά με αρνητική ανταπόκριση.

Περιλαμβάνει τη λήψη μέτρων για τον έλεγχο του περιβάλλοντος ύπνου και αναφέρεται μερικές φορές εναλλακτικά στην έννοια της υγιεινής του ύπνου.

Παραδείγματα τέτοιων περιβαλλοντικών τροποποιήσεων περιλαμβάνουν τη χρήση του κρεβατιού για ύπνο ή σεξ, όχι για δραστηριότητες όπως ανάγνωση ή παρακολούθηση τηλεόρασης, να ξυπνάτε την ίδια ώρα κάθε πρωί συμπεριλαμβανομένων των Σαββατοκύριακων, να κοιμάστε μόνο όταν έχετε υπνηλία και όταν υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ύπνου, να αφήνετε το κρεβάτι και να ξεκινάτε μια δραστηριότητα σε άλλη θέση, εάν ο ύπνος δεν έχει επιτευχθεί σε μια λογικά σύντομη χρονική περίοδο αφού ξαπλώσετε στο κρεβάτι (συνήθως ~ 20 λεπτά), μειώστε την υποκειμενική προσπάθεια και την ενέργεια που καταναλώνετε προσπαθώντας να κοιμηθείτε, αποφεύγετε την έκθεση σε έντονο φως κατά τις νυχτερινές ώρες και εξαλείψτε τον πρωινό ύπνο.

Ένα μέρος της θεραπείας ελέγχου ερεθισμάτων είναι ο περιορισμός του ύπνου, μια τεχνική που στοχεύει να ταιριάζει με το χρόνο που ξοδεύεται στο κρεβάτι με τον πραγματικό χρόνο που ξοδεύεται για ύπνο.

Αυτή η τεχνική περιλαμβάνει τη διατήρηση ενός αυστηρού χρονοδιαγράμματος ύπνου-αφύπνισης, του ύπνου μόνο σε συγκεκριμένες ώρες της ημέρας και για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα για την πρόκληση ήπιας στέρησης ύπνου.

Η πλήρης θεραπεία διαρκεί συνήθως έως και 3 εβδομάδες και συνεπάγεται να καθιστά κανείς τον εαυτό του ικανό να κοιμάται μόνο για ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα, όταν είναι πραγματικά ικανός κατά τον μέσο όρο, και στη συνέχεια, εάν είναι ικανός (δηλαδή όταν η απόδοση του ύπνου βελτιώνεται) να αυξάνει προοδευτικά αυτό το ποσό (~ 15 λεπτά ) πηγαίνοντας στο κρεβάτι νωρίτερα καθώς το σώμα επιχειρεί να επαναφέρει το εσωτερικό ρολόι ύπνου.

Η Κρανιοϊερή Θεραπεία, μπορεί να βοηθήσει αρκετά ως προς αυτή την κατεύθυνση (στην προσπάθεια να επαναφέρει ο οργανισμός την ισορροπία ενεργοποιώντας το εσωτερικό ρολόι ύπνου), αφού ενισχύει τους φυσικούς αμυντικούς μηχανισμούς του σώματός μας.

Κατά τη διάρκεια της θεραπευτικής συνεδρίας, μπορεί κανείς να χαλαρώσει, να αποβάλλει το stressάγχος της ημέρας, να εξωτερικεύσει καταπιεσμένα συναισθήματα, να εκτονωθεί αποβάλλοντας τυχόν εντάσεις, ακόμα και να αποκοιμηθεί.

Επιπροσθέτως, η Φυσικοθεραπεία μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην αποκατάσταση της αϋπνίας, αντιμετωπίζοντας τυχόν δευτερογενή αίτια όπως η οσφυαλγία, η ισχιαλγία, οι αισθητικές διαταραχές των άκρων, ο πονοκέφαλος και οι ημικρανίες, το χρόνιο άλγος, η ινομυαλγία καθώς και άλλες αιτίες που σχετίζονται με την αϋπνία.

Η Αναπνευστική Φυσικοθεραπεία είναι αρκετά σημαντική για την εκμάθηση της σωστής αναπνευστικής ικανότητας, καθώς μπορεί να εξισορροπήσει τα διαφράγματα του οργανισμού μας , επαναφέροντας τον φυσιολογικό όγκο αέρα (οξυγόνου) στους πνεύμονες και κατ’επέκταση στους υπόλοιπους ιστούς του σώματός μας.

 

Author Info

Κανέλλος Κωνσταντίνος

No Comments

Comments are closed.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση